
(Σε) πίστεψα. — Και (σε) πίστεψα λοιπόν. Πίστεψα στα λόγια σου, σε όλα όσα μου είχες πει εκείνο το βράδυ που ήμασταν αγκαλιά. Πίστεψα πως θα ήσουν εκεί, όπως μου έλεγες. Πως δεν θα άφηνες αυτά “μικροπράγματα” - όπως τα αποκαλούσες - να χαλάσουν την ευτυχία μας. Διαβάζαμε με τις ώρες βιβλία, με πρίγκιπες και πριγκίπισσες, με τέρατα που δεν αφήνουν δύο ανθρώπους να ευτυχήσουν. Με άτομα που - όσο και αν δεν το πιστεύαμε - δεν ήθελαν το καλό μας. Και εσύ; Αχ, εσύ μου έλεγες πως τα μάτια μου ήταν η δύναμη σου. Πως το βλέμμα μου ήταν αρκετό για να τους κάνεις όλους να εξαφανιστούν. Και στο τέλος τι; Θα μέναμε εμείς οι δύο, μόνοι, έχοντας μόνο την αγάπη μας να μας κρατάει στην ζωή. Που να ήξερα ψυχή μου, όταν σε πίστεψα, ότι όλα αυτά ήταν ψέματα; (σε) πίστεψα, και έμαθα πως οι άνθρωποι πληγώνουν.